- ευπρεπισμός
- οη ενέργεια και το αποτέλεσμα του ευπρεπίζω, η τακτοποίηση, αλλ. συγύρισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ευπρεπισμός — ο η πρέπουσα διευθέτηση, η τακτοποίηση, ο ευτρεπισμός, το νοικοκύρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευπρεπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Δημ. Αλεξανδρίδη] … Dictionary of Greek
κόμμωση — η 1. ευπρεπισμός της κόμης, χτένισμα. 2. είδος χτενίσματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)